ἀναπίνω

ἀναπίνω
ἀναπί̱νω , ἀνά , ἀπό-ἰνόω
make strong and nervous
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνά , ἀπό-ἰνόω
make strong and nervous
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ἀνά , ἀπό-ἰνόω
make strong and nervous
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνᾱπίνω , ἀνά-ἀπινόω
clean
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνά-ἀπινόω
clean
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ἀνά-ἀπινόω
clean
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναπί̱νω , ἀνά-πίνω
Aër.
pres subj act 1st sg
ἀναπί̱νω , ἀνά-πίνω
Aër.
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • αναβυζαίνω — αναπίνω, αναρουφώ σιγά σιγά υγρασία, αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βυζαίνω] …   Dictionary of Greek

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”